αγριεύομαι

αγριεύομαι
ürkmek, korkmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγριεύομαι — αγριεύομαι, αγριεύτηκα, αγριεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: αγριεύομαι : η έννοια του ρήματος διαφοροποιείται στην παθητική φωνή. Σημαίνει τρομάζω (ο ίδιος), φοβάμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”